- ευδ(ο)-
- ΝΜΑα' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α' συνθετικό προσδιορίζει το β' συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ-ώνυμος) και συγκεκριμένα δηλώνει ότι το β' συνθετικό εμφανίζεται, υφίσταται, λειτουργεί ή ενεργεί προσποιητά, υποκριτικά (πρβλ. ψευδ-άγγελος, ψευδο-πάτωρ), στη φαντασία (πρβλ. ψευδ-αίσθηση), παράνομα, απατηλά, παραπλανητικά, φαινομενικά (πρβλ. ψευδ-επίγραφος, ψευδο-γράφος, ψευδο-φανής) ή κατά απομίμηση τού β' συνθετικού (πρβλ. ψευδ-αδάμας, ψευδο-κλασικισμός, ψευδ-οροφή). Σε ιατρικούς όρους το α' συνθετικό ψευδ(ο)- δηλώνει ότι η πάθηση υφίσταται σε ελαφρά μορφή (πρβλ. ψευδ-αγκύλωση). Με α' συνθετικό ψευδ(ο)- έχουν σχηματιστεί αρκετοί διεθνείς επιστημονικοί όροι, που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (πρβλ. ψευδο-μονάς: νεολατ. pseudomonas, ψευδο-παράσιτος: αγγλ. pseudoparasite). Ειδικότερα στη χημεία, το ψευδ(ο)-, ως πρόθημα σε κοινές ονομασίες ορισμένων οργανικών ενώσεων, δηλώνει ένα συγκεκριμένο ισομερές τους (πρβλ. ψευδο-κουμόλιο «ισομερές τού κουμολίου»).Παραδείγματα σύνθ. με α' συνθετικό ψευδ(ο)-: ψευδάγγελος, ψευδάργυρος, ψευδεπίγραφος, ψευδεπίσκοπος, ψευδόθυρο(ν), ψευδοκατήγορος, ψευδολόγος, ψευδομάρτυρας, ψεύδορκος, ψευδόστομος, ψευδόχρυσος, ψευδώνυμοςαρχ.ψευδηγόρος, ψευδ(ο)επής, ψευδόπατρις, ψευδοπάτωρ, ψευδόπλουτος, ψευδοποιός, ψευδοφανής, ψευδωμότηςαρχ.-μσν.ψευδογράφος, ψευδόδοξος, ψευδόμαντις, ψευδορρήμων, ψευδουργόςμσν.ψευδογνωσία, ψευδοειδής, ψευδοπλόκος, ψευδοπραξία, ψευδορράφος, ψευδοτόκοςμσν.- νεοελλ.ψευδόμορφοςνεοελλ.ψευδαγκύλωση, ψευδαδάμας, ψευδαίσθηση, ψευδοκλασικισμός, ψευδομανής, ψευδόπλασμα, ψευδοροφή.
Dictionary of Greek. 2013.